- λυσίγαμος
- λυσίγαμος, -ον (Α)αυτός που διαλύει τον γάμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι-* + -γαμος (< γάμος < γαμῶ), πρβλ. λιπό-γαμος, μελλό-γαμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
λυσι- — (AM λυσι ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο p. λύω (πιθ. με επίδραση τού τ. λυσανίας*) σχηματίζοντας σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος. Στα σύνθ. αυτά το α συνθετικό λυσι εμφανίζεται με τις σημασίες τής εξασθένησης, χαλάρωσης (πρβλ … Dictionary of Greek
λυσιγάμοιο — λῡσιγάμοιο , λυσίγαμος dissolving marriage masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσιγάμους — λῡσιγάμους , λυσίγαμος dissolving marriage masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)